- παρορισμός
- παρορ-ισμός, ὁ,A removal of landmarks, SIG742.43 (Ephesus, i B.C., pl.), CPHerm.40.5 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρορισμός — ὁ, Α [παρορίζω] μετακίνηση τών ορίων, τών συνόρων μεταξύ κτημάτων, καταπάτηση γειτονικού κτήματος … Dictionary of Greek
παρορισμοῦ — παρορισμός removal of landmarks masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)